-
1 δια-δύομαι
δια-δύομαι (s. δύω), mit aor. διαδῠναι, durchgehen; διά τινος, Thuc. 4, 110; Xen. Mem. 2, 6, 22; Pol. 4, 57, 8; τὸν κισσὸν διαδύς, durch den Epheu gedrungen, Theocr. 3, 14; durchkommen, entschlüpfen, διαδύεται ἡμᾶς Plat. Lys. 216 c; ὅπῃ διαδύσεται τὸν λόγον Soph. 231 c; vgl. Ar. Vesp. 212; Ausflüchte brauchen, Winkelzüge machen, καὶ πάντα ποιεῖν Dem. 42, 23.
-
2 διαδύνω
δια-δύνω Hp.Flat.13, Arist. de An. 404a7: [full] διαδύω Hdt.2.66 codd.; more freq. Dep. [full] διαδύομαι, [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 2 διέδυν:—A slip through a hole or gap,διαδύντες διὰ τοῦ τείχους Th.4.110
;διὰ τούτων ἡ φιλία διαδυομένη X.Mem.2.6.22
: abs., slip through, slip away, Hdt. l.c.; ; μῶν ὁ γέρων πῃ διαδύεται; ib. 396.2 c. acc., evade, shirk,τοῖς διαδυομένοις τὰς λειτουργίας Lys.21.12
, cf. D.42.23;ὅπῃ.. διαδύσεται τὸν λόγον Pl.Sph. 231c
, etc.;τὸ δίκην δοῦναι διαδύς D.18.133
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδύνω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий